Η κύηση έχει μία έντονη επίδραση στον θυρεοειδή αδένα και τη λειτουργία του. Ο αδένας κατά τη διάρκεια της κύησης αυξάνεται σε μέγεθος κατά 10% έως και 50% (σε ιωδοπενικές περιοχές).
Επίσης, η παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών καθώς και η ημερήσια ανάγκη σε ιώδιο αυξάνεται σε ποσοστό έως και 50%. Αυτές οι φυσιολογικές αλλαγές που επιφέρει η κύηση, μπορεί να οδηγήσουν σε υπολειτουργία του θυρεοειδή αδένα, μια πάθηση που καλείται Υποθυρεοειδισμός.
Στατιστικά το 10% των εγκύων παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων κατά τη διάρκεια του 1ου τριμήνου της κύησης και το 16% αυτών εμφανίζει υποθυρεοειδισμό έως το 3ο τρίμηνο της κύησης. [1]
Υποθυρεοειδισμός και Κύηση
Ο υποθυρεοειδισμός της κύησης ορίζεται ως η πάθηση που χαρακτηρίζεται από την αυξημένη συγκέντρωση της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) κατά τη διάρκεια της κύησης . Ως αυξημένη συγκέντρωση έχει θεσμοθετηθεί σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες, το όριο του 2,5 mIU/L για το πρώτο τρίμηνο της κύησης και το 3,0 mIU/L για το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης.
Όταν διαπιστωθούν αυξημένα επίπεδα TSH, επιβάλλεται να επικοινωνήσετε με έναν ενδοκρινολόγο, ώστε να υποβληθείτε σε κλινική εξέταση, περαιτέρω εργαστηριακό έλεγχο και άμεση ρύθμιση του υποθυρεοειδισμού.
Γιατί επιβάλλεται ο έλεγχος της θυρεοειδικής λειτουργίας στην κύηση;
Η υπολειτουργία του θυρεοειδή αδένα κατά την κύηση συνδέεται με μια σειρά επιπλοκών οι οποίες είναι:
- Διαταραχές νευρογνωστικής ανάπτυξης του εμβρύου
- Προωρότητα
- Χαμηλό βάρος γέννησης
- Αποβολές
- Υπέρταση κύησης
Παρακολούθηση υποθυρεοειδισμού
Οι ανάγκες σε θυροξίνη (LT4) κατά τη διάρκεια της κύησης δεν παραμένουν σταθερές, αλλά μεταβάλλονται συνεχώς. Συνήθως παρατηρείται αύξηση των αναγκών σε θυροξίνη έως 50% ώστε να παραμένει η έγκυος ευθυρεοειδική.
Στην πλειοψηφία των γυναικών οι αυξημένες αυτές ανάγκες ρυθμίζονται από τον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-θυρεοειδή (δηλαδή από τον ίδιο τον οργανισμό). Ωστόσο, σε ένα μικρότερο ποσοστό εγκύων η ρύθμιση αυτή δεν γίνεται επαρκώς και χρειάζεται εξωγενής χορήγηση θυροξίνης, την οποία θα αποφασίσει ο ενδοκρινολόγος τους, ώστε να αποφευχθούν πιθανές επιπλοκές.
Τόσο η χορήγηση της θυροξίνης, όσο και η επίδρασή της στα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών, θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά (κάθε 4-8 εβδομάδες) από τον θεράποντα ενδοκρινολόγο, ώστε να τροποποιείται η αγωγή, εφόσον χρειάζεται.
Μετά τον τοκετό απαιτείται μείωση δόσης ή και διακοπή αγωγής και έλεγχος 6 εβδομάδες μετά.
[1] Πηγή: Guidelines of American Thyroid Association for the management of thyroid disease during pregnancy 2011
Υπερθυρεοειδισμός και κύηση
Υπερθυρεοειδισμός κύησης καλείται το κλινικό σύνδρομο υπερλειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα, το οποίο οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα ελεύθερων ορμονών (FT4), (FT3). Μπορεί να οφείλεται σε παροδικό υπερθυρεοειδισμό κύησης 1ου τριμήνου, νόσο Graves, αλλά και σε όζους θυρεοειδούς, όπως το τοξικό αδένωμα ή η τοξική πολυοζώδης βρογχοκήλη.
Τι είναι η νόσος Graves;
Η νόσος του Graves είναι μία αυτοάνοση διαταραχή που έχει σαν αποτέλεσμα την παραγωγή αντισωμάτων απ’ τον οργανισμό, τα οποία «επιτίθονται» στον θυρεοειδή αδένα, προσπαθώντας να τον καταστρέψουν. Ως αποτέλεσμα αυτής της επίθεσης, ο θυρεοειδής αδένας υπερλειτουργεί και υπερπαράγει θυρεοειδικές ορμόνες.
Ποια είναι τα συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού;
- Ταχυκαρδίες
- Εφίδρωση/Δυσανεξία στη ζέστη
- Κόπωση/Αδυναμία
- Απώλεια βάρους
- Ευερεθιστότητα
- Διαταραχές ύπνου
- Τρόμος (τρέμουλο) άνω άκρων
- Διαρροϊκές κενώσεις
- Ενδοκρινική οφθαλμοπάθεια /εξόφθαλμος (Νόσος Graves)
Γιατί επιβάλλεται η έγκαιρη διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού στην κύηση;
Ο υπερθυρεοειδισμός ή η θυρεοτοξίκωση κύησης συνδέεται με έναν αριθμό επιπλοκών, επικίνδυνων τόσο για το έμβρυο, όσο και για τη μητέρα:
- Αποβολές
- Υπέρταση κύησης
- Προωρότητα
- Χαμηλό βάρος γέννησης
- Ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης (IUGR)
- Ενδομήτριος θάνατος
- Μητρική συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
Διάγνωση υπερθυρεοειδισμού
Η διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού κύησης γίνεται από την κλινική εξέταση και την εκτίμηση των ορμονολογικών εξετάσεων από τον ενδοκρινολόγο. Γίνεται έλεγχος της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH), καθώς και των ελεύθερων θυρεοειδικών ορμονών (FT3, FT4) αλλά και των αντισωμάτων κατά της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης και θυρεοσφαιρίνης, καθώς και του υποδοχέα θυρεοτροπίνης (TRAb).
Με αυτόν τον τρόπο γίνεται η διαφοροδιάγνωση και καθορίζεται η αιτία του υπερθυρεοειδισμού. Δεν διενεργείται ποτέ σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς κατά την διάρκεια της κύησης.
Θεραπεία Υπερθυρεοειδισμού
Σε περίπτωση προηγηθείσας διάγνωσης και θεραπείας υπερθυρεοειδισμού πριν την κύηση, είναι σημαντικό να γίνεται σωστή ρύθμιση της θυρεοειδικής λειτουργίας και τροποποίηση της αγωγής με φάρμακα ασφαλή για την εγκυμοσύνη. Κάθε γυναίκα με ιστορικό υπερθυρεοειδισμού, η οποία προγραμματίζει μία εγκυμοσύνη, θα πρέπει να επισκεφθεί τον ενδοκρινολόγο της ώστε να αξιολογηθεί η νόσος, η αγωγή αλλά και να τεθεί ένα πρόγραμμα παρακολούθησης.
Σε περίπτωση που μια έγκυος διαγνωσθεί με υπερθυρεοειδισμό κατά τη διάρκεια της κύησης, επιβάλλεται η άμεση αξιολόγηση από ενδοκρινολόγο, ώστε να εκτιμηθεί η βαρύτητα της νόσου και αν κριθεί αναγκαίο, η έναρξη θεραπείας με αντιθυρεοειδικά φάρμακα (ATD’S). Ο σκοπός της αγωγής είναι να ρυθμιστούν γρήγορα τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) σε φυσιολογικά όρια για την κύηση. Η ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται κάθε 2-4 εβδομάδες και να τροποποιείται η δόση των φαρμάκων όπου αυτό απαιτείται. Μετά το πέρας του πρώτου τριμήνου της κύησης συνιστάται αλλαγή της αγωγής.
Θυρεοειδίτιδα και κύηση
Θυρεοειδίτιδα είναι η πάθηση που χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδεις διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα. Διακρίνονται σε:
- Οξείες/ υποξείες
- Χρόνιες
Θυρεοειδίτιδα Hashimoto
Η Θυρεοειδίτιδα Hashimoto (χρόνια λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα) αποτελεί μία χρόνια θυρεοειδίτιδα αυτοάνοσης αιτιολογίας, όπου παρατηρείται παραγωγή αυτοαντισωμάτων από τον οργανισμό, τα οποία καταστρέφουν τον αδένα. Γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που έχουν ιστορικό Hashimoto και προγραμματίζουν κύηση, θα πρέπει να έρχονται σε επαφή με τον ενδοκρινολόγο τους , προκειμένου να ελέγξουν την θυρεοειδική τους λειτουργία. Η έναρξη θεραπείας συνιστάται σε επίπεδα θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) >2.5mIU/L. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης χρειάζεται παρακολούθηση των επιπέδων της TSH ώστε να αποφευχθεί η εμφάνιση υποθυρεοειδισμού.
Θυρεοειδίτιδα της λοχείας (μετά τον τοκετό)
Η θυρεοειδίτιδα της λοχείας είναι μια φλεγμονή του θυρεοειδούς αδένα που εμφανίζεται μετά τον τοκετό και οφείλεται στις ορμονικές αλλαγές που προκύπτουν.
Το 33-50% των γυναικών με θετικά αντισώματα (anti-TPO , anti-Tg) στο 1ο τρίμηνο της κύησης, θα εμφανίσουν θυρεοειδίτιδα της λοχείας αλλά και το 10% των γυναικών χωρίς ιστορικό Hashimoto θυρεοειδίτιδας.
Παρουσιάζει δύο φάσεις:
Μία αρχική περίοδο υπερθυρεοειδισμού που μπορεί να διαρκέσει 1-3 μήνες . Κατά τη διάρκεια της υπερθυρεοειδικής φάσης, ο θυρεοειδής αδένας υπερλειτουργεί και οι γυναίκες μπορούν να εμφανίσουν συμπτώματα όπως ταχυκαρδία, έντονη εφίδρωση ή δυσανεξία στη ζέστη, ευερεθιστότητα, απώλεια βάρους και διαταραχές του ύπνου. Σε αυτήν την περίπτωση είναι σημαντικό να απευθυνθούν σε έναν ενδοκρινολόγο, ώστε να εκτιμηθεί ο βαθμός των συμπτωμάτων και να δοθεί η κατάλληλη θεραπεία.
Η φάση του υπερθυρεοειδισμού ακολουθείται από μία δεύτερη φάση υποθυρεοειδισμού, δηλαδή υπολειτουργίας του αδένα. Κατά τη διάρκεια της υποθυρεοειδικής φάσης, οι γυναίκες μπορεί να είναι ασυμπτωματικές ή να εμφανίσουν συμπτώματα όπως κόπωση, αύξηση σωματικού βάρους, υπνηλία, βραδυκαρδία και κατάθλιψη. Η φάση αυτή μπορεί να διαρκέσει έως και 12 μήνες. Συνιστάται ενδοκρινολογική παρακολούθηση και χορήγηση αγωγής ανάλογα με την βαρύτητα της κλινικής εικόνας και συμπτωματολογίας.